- περιβιώσετε
- περιβιόωsurviveaor subj act 2nd pl (epic)περιβιόωsurvivefut ind act 2nd plπεριβιόωsurviveaor subj act 2nd pl (epic)περιβιόωsurvivefut ind act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιβιώ — όω, Α 1. επιζώ, επιβιώνω 2. (στον μέλλ.) διατηρώ κάποιον στη ζωή («φαρμακοὺς οὐ περιβιώσετε», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βιῶ «ζω» (< βίος)] … Dictionary of Greek